Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ξενύει
ξενύλλιον
ξενών
ξένωσις
ξερίας
ξερόν
ξέσις
ξέσμα
ξεσμός
ξέσσε
ξεστασία
ξέστης
ξεστιαῖος
ξεστίζω
ξεστίον
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηνός
ξηραίνω
View word page
ξεστασία
ξεστασία
,
ἡ
, dub. sens. in
Sammelb.
1160.10
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξεστασία
Headword (normalized):
ξεστασία
Headword (normalized/stripped):
ξεστασια
IDX:
71570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71571
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξεστασία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 1160.10 </span>.</div><br><br>'}