Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξενύδριον
ξενύει
ξενύλλιον
ξενών
ξένωσις
ξερίας
ξερόν
ξέσις
ξέσμα
ξεσμός
ξέσσε
ξεστασία
ξέστης
ξεστιαῖος
ξεστίζω
ξεστίον
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηνός
View word page
ξέσσε
ξέσσε,
A). v. ξέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξέσσε
Headword (normalized):
ξέσσε
Headword (normalized/stripped):
ξεσσε
IDX:
71569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71570
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξέσσε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ξέω.</span> </div> </div><br><br>'}