Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξενοφονία
ξενοφόνος
ξενοφυής
ξενοφύλαξ
Ξενοφῶν
ξενοφωνέω
ξενοφωνία
ξενόφωνος
ξενόω
ξενύδριον
ξενύει
ξενύλλιον
ξενών
ξένωσις
ξερίας
ξερόν
ξέσις
ξέσμα
ξεσμός
ξέσσε
ξεστασία
View word page
ξενύει
ξεν-ύει· λήγει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξενύει
Headword (normalized):
ξενύει
Headword (normalized/stripped):
ξενυει
IDX:
71560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71561
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξεν-ύει·</span> <span class="foreign greek">λήγει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}