Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξενοπαθέω
ξενοποικιλόπτερος
ξενοπολίτης
ξενοπρεπής
ξενοπρόσωπος
ξένος
ξενοσσόος
ξενόστασις
ξενόστομος
ξενοσύνη
ξενοτάφιον
ξενότιμος
ξενότροπος
ξενοτροφέω
ξενοτροφία
ξενοφονέω
ξενοφονία
ξενοφόνος
ξενοφυής
ξενοφύλαξ
Ξενοφῶν
View word page
ξενοτάφιον
ξενο-τάφιον [ᾰ], τό,
A). gloss on πολυάνδριον , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξενοτάφιον
Headword (normalized):
ξενοτάφιον
Headword (normalized/stripped):
ξενοταφιον
IDX:
71544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71545
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξενο-τάφιον</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">πολυάνδριον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}