Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχέω
ξενοδοχία
ξενοδόχος
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθάνατος
ξενοθυτέω
ξενοκαδής
ξενοκλείδειον
ξενοκρατέομαι
ξενοκρίται
ξενοκτονέω
ξενοκτονία
ξενοκτόνος
ξενοκυσταπάτη
ξενολογέω
ξενολογία
ξενολόγιον
ξενόλογος
ξενομανέω
View word page
ξενοκρατέομαι
ξενο-κρᾰτέομαι
, Pass.,
A).
to be in the power of mercenary troops,
Aen. Tact.
12.4
.
ShortDef
to be in the power of mercenary troops
Debugging
Headword:
ξενοκρατέομαι
Headword (normalized):
ξενοκρατέομαι
Headword (normalized/stripped):
ξενοκρατεομαι
IDX:
71522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71523
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξενο-κρᾰτέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in the power of mercenary troops,</span> Aen. Tact.<span class="bibl"> 12.4 </span>.</div> </div><br><br>'}