Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξενιτεύω
ξενοδαΐκτης
ξενοδαίτης
ξενοδίκαι
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχέω
ξενοδοχία
ξενοδόχος
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθάνατος
ξενοθυτέω
ξενοκαδής
ξενοκλείδειον
ξενοκρατέομαι
ξενοκρίται
ξενοκτονέω
ξενοκτονία
ξενοκτόνος
View word page
ξενοδώτης
ξενο-δώτης, ου, , dub. sens., epith. of Dionysus, AP 9.524.15 .


ShortDef

a host

Debugging

Headword:
ξενοδώτης
Headword (normalized):
ξενοδώτης
Headword (normalized/stripped):
ξενοδωτης
IDX:
71516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71517
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξενο-δώτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens., epith. of Dionysus, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.524.15 </span>.</div><br><br>'}