Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξενιτευτής
ξενιτεύω
ξενοδαΐκτης
ξενοδαίτης
ξενοδίκαι
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχέω
ξενοδοχία
ξενοδόχος
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθάνατος
ξενοθυτέω
ξενοκαδής
ξενοκλείδειον
ξενοκρατέομαι
ξενοκρίται
ξενοκτονέω
ξενοκτονία
View word page
ξενοδόχος
ξενο-δόχος,
A). v. ξενοδόκος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξενοδόχος
Headword (normalized):
ξενοδόχος
Headword (normalized/stripped):
ξενοδοχος
IDX:
71515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71516
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξενο-δόχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ξενοδόκος.</span> </div> </div><br><br>'}