Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξενιστής
ξενιτεία
ξενιτευτής
ξενιτεύω
ξενοδαΐκτης
ξενοδαίτης
ξενοδίκαι
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχέω
ξενοδοχία
ξενοδόχος
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθάνατος
ξενοθυτέω
ξενοκαδής
ξενοκλείδειον
ξενοκρατέομαι
ξενοκρίται
View word page
ξενοδοχέω
ξενο-δοχέω,
A). v. ξενοδοκέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξενοδοχέω
Headword (normalized):
ξενοδοχέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοδοχεω
IDX:
71513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71514
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξενο-δοχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ξενοδοκέω.</span> </div> </div><br><br>'}