Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξάντης
ξαντικός
ξάντρια
ξάσμα
ξατράπης
ξεῖ
ξειναπάτης
ξεινήϊον
ξεινίζω
ξεινοβάκχη
ξεινοδοκέω
ξεῖνος
ξείρης
ξέλεγνον
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξενάγησις
ξεναγία
ξεναγός
ξεναγωγέω
ξεναγωγός
View word page
ξεινοδοκέω
ξεινο-δοκέω, ξεινο-δόκος, ξεινο-κτονέω, Ion. for ξεν-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξεινοδοκέω
Headword (normalized):
ξεινοδοκέω
Headword (normalized/stripped):
ξεινοδοκεω
IDX:
71472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71473
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξεινο-δοκέω</span>, <span class="orth greek">ξεινο-δόκος</span>, <span class="orth greek">ξεινο-κτονέω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ξεν-.</span> </div><br><br>'}