Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξάνιον
ξάνσις
ξάντης
ξαντικός
ξάντρια
ξάσμα
ξατράπης
ξεῖ
ξειναπάτης
ξεινήϊον
ξεινίζω
ξεινοβάκχη
ξεινοδοκέω
ξεῖνος
ξείρης
ξέλεγνον
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξενάγησις
ξεναγία
ξεναγός
View word page
ξεινίζω
ξεινίζω, ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος,
A). v. ξεν-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξεινίζω
Headword (normalized):
ξεινίζω
Headword (normalized/stripped):
ξεινιζω
IDX:
71470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξεινίζω</span>, <span class="orth greek">ξεινίη</span>, <span class="orth greek">ξεινικός</span>, <span class="orth greek">ξείνιον</span>, <span class="orth greek">ξείνιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ξεν-.</span> </div> </div><br><br>'}