Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξανθωπός
ξάνθωσις
ξάνιον
ξάνσις
ξάντης
ξαντικός
ξάντρια
ξάσμα
ξατράπης
ξεῖ
ξειναπάτης
ξεινήϊον
ξεινίζω
ξεινοβάκχη
ξεινοδοκέω
ξεῖνος
ξείρης
ξέλεγνον
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξενάγησις
View word page
ξειναπάτης
ξεινᾰπάτης, ξείνη, ξείνηθεν, Ion. for ξεν-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξειναπάτης
Headword (normalized):
ξειναπάτης
Headword (normalized/stripped):
ξειναπατης
IDX:
71468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξεινᾰπάτης</span>, <span class="orth greek">ξείνη</span>, <span class="orth greek">ξείνηθεν</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ξεν-.</span> </div><br><br>'}