Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξανθόω
ξανθύνομαι
ξανθωπός
ξάνθωσις
ξάνιον
ξάνσις
ξάντης
ξαντικός
ξάντρια
ξάσμα
ξατράπης
ξεῖ
ξειναπάτης
ξεινήϊον
ξεινίζω
ξεινοβάκχη
ξεινοδοκέω
ξεῖνος
ξείρης
ξέλεγνον
ξεναγέτης
View word page
ξατράπης
ξατράπης,
A). v. σατράπης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξατράπης
Headword (normalized):
ξατράπης
Headword (normalized/stripped):
ξατραπης
IDX:
71466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξατράπης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σατράπης.</span> </div> </div><br><br>'}