Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξανθοκόμης
ξανθόλευκος
ξανθόλοφος
ξανθομήλινος
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφαής
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθόχλοος
ξανθοχολικός
ξανθόχολος
ξανθόχροος
ξανθόχρως
ξανθόω
ξανθύνομαι
ξανθωπός
ξάνθωσις
ξάνιον
ξάνσις
View word page
ξανθόχλοος
ξανθό-χλοος,
A). gloss on φοινικόχλοος , Hsch. (-χλοις cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξανθόχλοος
Headword (normalized):
ξανθόχλοος
Headword (normalized/stripped):
ξανθοχλοος
IDX:
71451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71452
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξανθό-χλοος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">φοινικόχλοος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">-χλοις</span> cod.).</div> </div><br><br>'}