Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νώψ
Ξ
ξαίνω
ξάμμα
ξανάω
ξάνδαρος
Ξανδικός
ξάνθη
Ξανθίας
ξανθίζω
Ξανθικός
ξάνθιον
ξάνθισις
ξάνθισμα
ξανθισμός
ξανθόγεως
ξανθοδερκής
ξανθοειδής
ξάνθοθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκάρυον
View word page
Ξανθικός
Ξανθικός, ,
A). v. Ξανδικός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ξανθικός
Headword (normalized):
ξανθικός
Headword (normalized/stripped):
ξανθικος
IDX:
71430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71431
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ξανθικός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ξανδικός.</span> </div> </div><br><br>'}