Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νωτοπλήξ
νωτοστροφέω
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτόφορος
νωφαιόν
νωχελεύομαι
νωχελής
νωχελία
νωχελίς
νῶχμα
νώψ
Ξ
ξαίνω
ξάμμα
ξανάω
ξάνδαρος
Ξανδικός
ξάνθη
Ξανθίας
ξανθίζω
View word page
νῶχμα
νῶχμα·
ὄνειδος,
Hsch.
; cf.
νύχμα.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νῶχμα
Headword (normalized):
νῶχμα
Headword (normalized/stripped):
νωχμα
IDX:
71419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71420
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νῶχμα·</span> <span class="foreign greek">ὄνειδος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ; cf. <span class="foreign greek">νύχμα.</span> </div><br><br>'}