Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νωμήσιμος
νώμησις
νωμήτωρ
νῷν
νωνυμία
νώνυμος
νωνυμνί
νωπέομαι
νωρεῖ
νῶροψ
νωσάμενος
νῶσις
νωταγωγέω
νωταγωγός
νωταῖος
νωτάκμων
νωτάρης
νωτεύς
νωτηγός
νωτιαῖος
νωτιάς
View word page
νωσάμενος
νωσάμενος, νώσασθαι,
A). v. νοέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νωσάμενος
Headword (normalized):
νωσάμενος
Headword (normalized/stripped):
νωσαμενος
IDX:
71390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νωσάμενος</span>, <span class="orth greek">νώσασθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νοέω.</span> </div> </div><br><br>'}