Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθημερήσιος
νυχθημερινός
νυχθήμερος
νύχιος
νύχμα
νύχος
νώ
νώγαλα
νωγαλέος
νωγάλευμα
νωγαλεύω
νωγαλίζω
νωγάλισμα
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νῶε
View word page
νωγαλέος
νωγᾰλ-έος·
λαμπρός,
Zonar.
Adv.-
έως
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νωγαλέος
Headword (normalized):
νωγαλέος
Headword (normalized/stripped):
νωγαλεος
IDX:
71344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71345
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νωγᾰλ-έος·</span> <span class="foreign greek">λαμπρός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> Adv.-<span class="itype greek">έως</span> Id.</div><br><br>'}