Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυσσηΐτας
νύσσω
νύσταγμα
νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
νυστακτικῶς
νυσταλέος
νύσταλος
νύσταξις
νύττω
νύχᾰ
νυχαῖος
νυχαυγής
νυχεγρεσία
<ε>ία
νύχειος
νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθημερήσιος
View word page
νύττω
νύττω, Att. for νύσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νύττω
Headword (normalized):
νύττω
Headword (normalized/stripped):
νυττω
IDX:
71326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71327
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νύττω</span>, Att. for <span class="foreign greek">νύσσω.</span> </div><br><br>'}