Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυμφόληπτος
νυμφοπόνος
νυμφοστολέω
νυμφοστολικῶς
νυμφοστόλος
νυμφοτερεῖς
νυμφότιμος
νυμφοτομέω
νυμφοτομία
νυμφοτροφέω
νυμφοφόρος
νυμφώδης
νυμφών
νῦν1
νύναμαι
νυνατός
νῦν2
νυνί
νύννιον
νύξ
νύξις
View word page
νυμφοφόρος
νυμφο-φόρος, ον, dub. sens. in POxy. 434 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυμφοφόρος
Headword (normalized):
νυμφοφόρος
Headword (normalized/stripped):
νυμφοφορος
IDX:
71300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71301
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυμφο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 434 </span>.</div><br><br>'}