Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νυμφογενής
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοπόνος
νυμφοστολέω
νυμφοστολικῶς
νυμφοστόλος
νυμφοτερεῖς
νυμφότιμος
νυμφοτομέω
νυμφοτομία
νυμφοτροφέω
νυμφοφόρος
νυμφώδης
νυμφών
νῦν1
νύναμαι
νυνατός
View word page
νυμφοτερεῖς
νυμφο-τερεῖς·
ἄρχοντές τινες,
Hsch.
(
-τήρεις
Meineke).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νυμφοτερεῖς
Headword (normalized):
νυμφοτερεῖς
Headword (normalized/stripped):
νυμφοτερεις
IDX:
71295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71296
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυμφο-τερεῖς·</span> <span class="foreign greek">ἄρχοντές τινες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">-τήρεις</span> Meineke).</div><br><br>'}