Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυμφεύω
νύμφη
νυμφηγέτης
νυμφιάω
νυμφίδες
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νυμφόβας
νυμφογενής
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοπόνος
νυμφοστολέω
νυμφοστολικῶς
νυμφοστόλος
νυμφοτερεῖς
νυμφότιμος
View word page
νυμφογέννητος
νυμφο-γέννητος, ον, = foreg., S. Ichn. 35 .


ShortDef

born of a nymph

Debugging

Headword:
νυμφογέννητος
Headword (normalized):
νυμφογέννητος
Headword (normalized/stripped):
νυμφογεννητος
IDX:
71286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71287
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυμφο-γέννητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ichn.</span> 35 </span>.</div><br><br>'}