Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νύμφευμα
νύμφευσις
νυμφευτήρ
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφηγέτης
νυμφιάω
νυμφίδες
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νυμφόβας
νυμφογενής
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
View word page
νυμφίδες
νυμφ-ίδες, αἱ,
A). weddingshoes, Hsch.


ShortDef

weddingshoes

Debugging

Headword:
νυμφίδες
Headword (normalized):
νυμφίδες
Headword (normalized/stripped):
νυμφιδες
IDX:
71280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71281
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυμφ-ίδες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weddingshoes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}