Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτουργός
νυκτοῦρος
νυκτοφαής
νυκτοφαίνουσα
νυκτοφάνεια
νυκτοφυλακέω
νυκτοφυλακή
νυκτοφυλακία
νυκτοφύλαξ
νυκτοφυλάξια
νυκτώδης
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυκχάζω
νύμφᾰ
νυμφαγενής
νυμφαγέτς
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγία
νυμφαγωγός
View word page
νυκτώδης
νυκτ-ώδης, ες, contr. for νυκτοειδής, Eust. 1951.57 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτώδης
Headword (normalized):
νυκτώδης
Headword (normalized/stripped):
νυκτωδης
IDX:
71254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτ-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, contr. for <span class="foreign greek">νυκτοειδής,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1951:57" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1951.57/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1951.57 </a>.</div><br><br>'}