Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοπότιον
νυκτοστράτηγος
νυκτουργός
νυκτοῦρος
νυκτοφαής
νυκτοφαίνουσα
νυκτοφάνεια
νυκτοφυλακέω
νυκτοφυλακή
νυκτοφυλακία
νυκτοφύλαξ
νυκτοφυλάξια
νυκτώδης
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
νυκχάζω
νύμφᾰ
νυμφαγενής
View word page
νυκτοφυλακή
νυκτο-φῠλᾰκή
,
ἡ
, = sq., v. foreg.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νυκτοφυλακή
Headword (normalized):
νυκτοφυλακή
Headword (normalized/stripped):
νυκτοφυλακη
IDX:
71250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71251
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτο-φῠλᾰκή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., v. foreg.</div><br><br>'}