Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτοπλανής
νυκτοπλοέω
νυκτοπλοϊκός
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοπότιον
νυκτοστράτηγος
νυκτουργός
νυκτοῦρος
νυκτοφαής
νυκτοφαίνουσα
νυκτοφάνεια
νυκτοφυλακέω
νυκτοφυλακή
νυκτοφυλακία
νυκτοφύλαξ
νυκτοφυλάξια
νυκτώδης
νυκτῷον
νυκτωπός
νύκτωρ
View word page
νυκτοφαίνουσα
νυκτο-φαίνουσα, , =
A). Nocticula, i.e. Noctiluca, Gloss.


ShortDef

Nocticula

Debugging

Headword:
νυκτοφαίνουσα
Headword (normalized):
νυκτοφαίνουσα
Headword (normalized/stripped):
νυκτοφαινουσα
IDX:
71247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτο-φαίνουσα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Nocticula,</span> i.e. <span class="tr" style="font-weight: bold;">Noctiluca,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}