Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπλανής
νυκτοπλοέω
νυκτοπλοϊκός
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοπότιον
νυκτοστράτηγος
νυκτουργός
νυκτοῦρος
νυκτοφαής
νυκτοφαίνουσα
νυκτοφάνεια
νυκτοφυλακέω
νυκτοφυλακή
νυκτοφυλακία
νυκτοφύλαξ
νυκτοφυλάξια
νυκτώδης
νυκτῷον
View word page
νυκτοῦρος
νυκτ-οῦρος
,
ὁ
,
A).
=
νυκτοφύλαξ
, name of the planet
Saturn,
ib.
941c
.
ShortDef
epithet of Saturn, night-watchman
Debugging
Headword:
νυκτοῦρος
Headword (normalized):
νυκτοῦρος
Headword (normalized/stripped):
νυκτουρος
IDX:
71245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71246
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτ-οῦρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">νυκτοφύλαξ</span> , name of the planet <span class="tr" style="font-weight: bold;">Saturn,</span> ib.<span class="bibl"> 941c </span>.</div> </div><br><br>'}