Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπλανής
νυκτοπλοέω
νυκτοπλοϊκός
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοπότιον
νυκτοστράτηγος
νυκτουργός
νυκτοῦρος
νυκτοφαής
νυκτοφαίνουσα
νυκτοφάνεια
νυκτοφυλακέω
νυκτοφυλακή
νυκτοφυλακία
νυκτοφύλαξ
νυκτοφυλάξια
νυκτώδης
View word page
νυκτουργός
νυκτ-ουργός, όν,
A). working by night : τὸ ν. Plu. 2.376e .


ShortDef

working by night

Debugging

Headword:
νυκτουργός
Headword (normalized):
νυκτουργός
Headword (normalized/stripped):
νυκτουργος
IDX:
71244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71245
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτ-ουργός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">working by night</span> : <span class="quote greek">τὸ ν.</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.376e </span> .</div> </div><br><br>'}