Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτολάλημα
νυκτόμαντις
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπλανής
νυκτοπλοέω
νυκτοπλοϊκός
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοπότιον
νυκτοστράτηγος
νυκτουργός
νυκτοῦρος
νυκτοφαής
νυκτοφαίνουσα
νυκτοφάνεια
νυκτοφυλακέω
νυκτοφυλακή
νυκτοφυλακία
νυκτοφύλαξ
View word page
νυκτοπότιον
νυκτο-πότιον, τό,
A). night-cup, Sm. 1 Ki. 26.11 .


ShortDef

night-cup

Debugging

Headword:
νυκτοπότιον
Headword (normalized):
νυκτοπότιον
Headword (normalized/stripped):
νυκτοποτιον
IDX:
71242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71243
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτο-πότιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">night-cup,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">1 Ki.</span> 26.11 </span>.</div> </div><br><br>'}