Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτοδρόμα
νυκτοδρομία
νυκτοδρόμος
νυκτοειδής
νυκτοθήρας
νυκτολάλημα
νυκτόμαντις
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπλανής
νυκτοπλοέω
νυκτοπλοϊκός
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοπότιον
νυκτοστράτηγος
νυκτουργός
νυκτοῦρος
νυκτοφαής
νυκτοφαίνουσα
View word page
νυκτοπλανής
νυκτο-πλᾰνής, ές,
A). = νυκτιπλανής , Man. 1.311 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτοπλανής
Headword (normalized):
νυκτοπλανής
Headword (normalized/stripped):
νυκτοπλανης
IDX:
71237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71238
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτο-πλᾰνής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">νυκτιπλανής</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:1:311" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:1.311/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 1.311 </a>.</div> </div><br><br>'}