Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτιφρούρητος
νυκτιχαρής
νυκτιχόρευτος
νυκτόβας
νυκτοβατίς
νυκτόβιος
νυκτοβόα
νυκτογραφία
νυκτοδρόμα
νυκτοδρομία
νυκτοδρόμος
νυκτοειδής
νυκτοθήρας
νυκτολάλημα
νυκτόμαντις
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπλανής
νυκτοπλοέω
νυκτοπλοϊκός
View word page
νυκτοδρόμος
νυκτο-δρόμος, ον, =
A). noctivago, Gloss.


ShortDef

noctivago

Debugging

Headword:
νυκτοδρόμος
Headword (normalized):
νυκτοδρόμος
Headword (normalized/stripped):
νυκτοδρομος
IDX:
71229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτο-δρόμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">noctivago,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}