Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νυκτίφοιτος
νυκτιφόρος
νυκτιφρούρητος
νυκτιχαρής
νυκτιχόρευτος
νυκτόβας
νυκτοβατίς
νυκτόβιος
νυκτοβόα
νυκτογραφία
νυκτοδρόμα
νυκτοδρομία
νυκτοδρόμος
νυκτοειδής
νυκτοθήρας
νυκτολάλημα
νυκτόμαντις
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπλανής
View word page
νυκτοδρόμα
νυκτο-δρόμα
(voc.),
A).
running by night,
epith. of a demon in
Rev.Phil.
1930.249
(Egypt, Tab. Defix.).
ShortDef
running by night
Debugging
Headword:
νυκτοδρόμα
Headword (normalized):
νυκτοδρόμα
Headword (normalized/stripped):
νυκτοδρομα
IDX:
71227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71228
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτο-δρόμα</span> (voc.), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">running by night,</span> epith. of a demon in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rev.Phil.</span> 1930.249 </span> (Egypt, Tab. Defix.).</div> </div><br><br>'}