Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφόρος
νυκτιφρούρητος
νυκτιχαρής
νυκτιχόρευτος
νυκτόβας
νυκτοβατίς
νυκτόβιος
νυκτοβόα
νυκτογραφία
νυκτοδρόμα
νυκτοδρομία
νυκτοδρόμος
νυκτοειδής
νυκτοθήρας
νυκτολάλημα
νυκτόμαντις
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
View word page
νυκτοβόα
νυκτο-βόα,
A). v. νυκτιβόας.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτοβόα
Headword (normalized):
νυκτοβόα
Headword (normalized/stripped):
νυκτοβοα
IDX:
71225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71226
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτο-βόα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νυκτιβόας.</span> </div> </div><br><br>'}