Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτιφαής
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφόρος
νυκτιφρούρητος
νυκτιχαρής
νυκτιχόρευτος
νυκτόβας
νυκτοβατίς
νυκτόβιος
νυκτοβόα
νυκτογραφία
νυκτοδρόμα
νυκτοδρομία
νυκτοδρόμος
νυκτοειδής
νυκτοθήρας
νυκτολάλημα
νυκτόμαντις
νυκτομαχέω
View word page
νυκτόβιος
νυκτό-βῐος, ον, paraphr. of νυκτίρεμβος, Procl. Par. Ptol. 226 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτόβιος
Headword (normalized):
νυκτόβιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτοβιος
IDX:
71224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71225
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτό-βῐος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, paraphr. of <span class="foreign greek">νυκτίρεμβος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Par. Ptol.</span> 226 </span>.</div><br><br>'}