Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτίρεμβος
νυκτίσεμνος
νυκτιφαής
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφόρος
νυκτιφρούρητος
νυκτιχαρής
νυκτιχόρευτος
νυκτόβας
νυκτοβατίς
νυκτόβιος
νυκτοβόα
νυκτογραφία
νυκτοδρόμα
νυκτοδρομία
νυκτοδρόμος
νυκτοειδής
νυκτοθήρας
νυκτολάλημα
View word page
νυκτόβας
νυκτό-βας,
A). gloss on γλαῦξ , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτόβας
Headword (normalized):
νυκτόβας
Headword (normalized/stripped):
νυκτοβας
IDX:
71222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτό-βας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">γλαῦξ</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}