Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτιπόλος
νυκτιπόρος
νυκτίρεμβος
νυκτίσεμνος
νυκτιφαής
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφόρος
νυκτιφρούρητος
νυκτιχαρής
νυκτιχόρευτος
νυκτόβας
νυκτοβατίς
νυκτόβιος
νυκτοβόα
νυκτογραφία
νυκτοδρόμα
νυκτοδρομία
νυκτοδρόμος
νυκτοειδής
View word page
νυκτιχαρής
νυκτῐ-χᾰρής, ές,
A). rejoicing in the night, PMag.Par. 1.1795 .


ShortDef

rejoicing in the night

Debugging

Headword:
νυκτιχαρής
Headword (normalized):
νυκτιχαρής
Headword (normalized/stripped):
νυκτιχαρης
IDX:
71220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτῐ-χᾰρής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rejoicing in the night,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.1795 </span>.</div> </div><br><br>'}