Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτιμέδουσα
νυκτινόμος
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτιπήδηκες
νυκτίπλαγκτος
νυκτιπλανής
νυκτίπλανος
νυκτιπλοέω
νυκτίπλοια
νυκτιπόλευτος
νυκτιπόλος
νυκτιπόρος
νυκτίρεμβος
νυκτίσεμνος
νυκτιφαής
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφόρος
νυκτιφρούρητος
View word page
νυκτιπόλευτος
νυκτῐ-πόλευτος, ον, = sq., Orph. H. 79.7 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτιπόλευτος
Headword (normalized):
νυκτιπόλευτος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιπολευτος
IDX:
71209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71210
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτῐ-πόλευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg001:79:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg001:79.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 79.7 </a>.</div><br><br>'}