Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτικόραξ
νυκτικρυφής
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νυκτιλόχος
νυκτιμανής
νυκτιμέδουσα
νυκτινόμος
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτιπήδηκες
νυκτίπλαγκτος
νυκτιπλανής
νυκτίπλανος
νυκτιπλοέω
νυκτίπλοια
νυκτιπόλευτος
νυκτιπόλος
νυκτιπόρος
νυκτίρεμβος
View word page
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτῐ-πᾰταιπλάγιος [πλᾰ], ον,
A). nightly-roaming-to-and-fro, Epigr. ap.Hegesand.I.


ShortDef

nightly-roaming-to-and-fro

Debugging

Headword:
νυκτιπαταιπλάγιος
Headword (normalized):
νυκτιπαταιπλάγιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιπαταιπλαγιος
IDX:
71202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71203
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτῐ-πᾰταιπλάγιος</span> <span class="pron greek">[πλᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">nightly-roaming-to-and-fro,</span> Epigr. ap.Hegesand.I.</div> </div><br><br>'}