Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτιδιέξοδος
νυκτιδρόμος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτικρυφής
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νυκτιλόχος
νυκτιμανής
νυκτιμέδουσα
νυκτινόμος
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτιπήδηκες
νυκτίπλαγκτος
νυκτιπλανής
νυκτίπλανος
νυκτιπλοέω
νυκτίπλοια
νυκτιπόλευτος
View word page
νυκτιμέδουσα
νυκτῐ-μέδουσα, ,
A). ruling by night, of the moon, Cat.Cod. Astr. 1.173 .


ShortDef

ruling by night

Debugging

Headword:
νυκτιμέδουσα
Headword (normalized):
νυκτιμέδουσα
Headword (normalized/stripped):
νυκτιμεδουσα
IDX:
71199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71200
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτῐ-μέδουσα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ruling by night,</span> of the moon, <span class="tr" style="font-weight: bold;">Cat.Cod. Astr.</span> <span class="bibl"> 1.173 </span>.</div> </div><br><br>'}