Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτιγενέτωρ
νυκτιδιέξοδος
νυκτιδρόμος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτικρυφής
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νυκτιλόχος
νυκτιμανής
νυκτιμέδουσα
νυκτινόμος
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτιπήδηκες
νυκτίπλαγκτος
νυκτιπλανής
νυκτίπλανος
νυκτιπλοέω
νυκτίπλοια
View word page
νυκτιμανής
νυκτῐ-μᾰνής, ές,
A). raging by night, Ἀπαρκίας Ath.Mitt. 12.262 (Erythrae).


ShortDef

raging by night

Debugging

Headword:
νυκτιμανής
Headword (normalized):
νυκτιμανής
Headword (normalized/stripped):
νυκτιμανης
IDX:
71198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71199
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτῐ-μᾰνής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">raging by night,</span> <span class="quote greek">Ἀπαρκίας</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ath.Mitt.</span> 12.262 </span> (Erythrae).</div> </div><br><br>'}