Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτίβρομος
νυκτίγαμος
νυκτιγενέτωρ
νυκτιδιέξοδος
νυκτιδρόμος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτικρυφής
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νυκτιλόχος
νυκτιμανής
νυκτιμέδουσα
νυκτινόμος
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτιπήδηκες
νυκτίπλαγκτος
νυκτιπλανής
νυκτίπλανος
View word page
νυκτιλαμπής
νυκτῐ-λαμπής, ές,(λάμπω) epith. of the ark of Danae, δούρατι νυκτιλαμπεῖ dub. l. in Simon. 37.8 .


ShortDef

illumined by night alone

Debugging

Headword:
νυκτιλαμπής
Headword (normalized):
νυκτιλαμπής
Headword (normalized/stripped):
νυκτιλαμπης
IDX:
71196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτῐ-λαμπής</span>, <span class="itype greek">ές</span>,(<span class="etym greek">λάμπω</span>) epith. of the ark of Danae, <span class="foreign greek">δούρατι νυκτιλαμπεῖ</span> dub. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0261.tlg001:37:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0261.tlg001:37.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simon.</span> 37.8 </a>.</div><br><br>'}