Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νυκτιβόας
νυκτιβόη
νυκτίβρομος
νυκτίγαμος
νυκτιγενέτωρ
νυκτιδιέξοδος
νυκτιδρόμος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτικρυφής
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νυκτιλόχος
νυκτιμανής
νυκτιμέδουσα
νυκτινόμος
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτιπήδηκες
νυκτίπλαγκτος
View word page
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτῐ-λαθραιοφάγος
[φᾰ]
,
ον
,
A).
eating secretly by night,
Epigr. ap.
Hegesand.
I.
ShortDef
eating secretly by night
Debugging
Headword:
νυκτιλαθραιοφάγος
Headword (normalized):
νυκτιλαθραιοφάγος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιλαθραιοφαγος
IDX:
71194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71195
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτῐ-λαθραιοφάγος</span> <span class="pron greek">[φᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eating secretly by night,</span> Epigr. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hegesand.</span> </span> I.</div> </div><br><br>'}