Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτηγορία
νυκτηγρεσία
νυκτηγρετέω
νυκτήγρετον
νυκτῆμαρ
νυκτήμερον
νυκτηρεφής
νυκτιβάτης
νυκτιβαῦ
νυκτίβιος
νυκτιβόας
νυκτιβόη
νυκτίβρομος
νυκτίγαμος
νυκτιγενέτωρ
νυκτιδιέξοδος
νυκτιδρόμος
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτικρυφής
νυκτιλαθραιοφάγος
View word page
νυκτιβόας
νυκτῐ-βόας, ου, ,
A). = στρίγλος , Hsch. (νυκτοβόα cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτιβόας
Headword (normalized):
νυκτιβόας
Headword (normalized/stripped):
νυκτιβοας
IDX:
71184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71185
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτῐ-βόας</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">στρίγλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">νυκτοβόα</span> cod.).</div> </div><br><br>'}