Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίρεμβος
νυκτερίς
νυκτερῖτις
νυκτερόβιος
νυκτεροειδής
νύκτερος
νυκτεροφεγγής
νυκτερόφοιτος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηγρεσία
νυκτηγρετέω
νυκτήγρετον
νυκτῆμαρ
νυκτήμερον
νυκτηρεφής
νυκτιβάτης
View word page
νυκτερόφοιτος
νυκτερό-φοιτος, ον,
A). = νυκτίφοιτος , Orph. H. 36.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτερόφοιτος
Headword (normalized):
νυκτερόφοιτος
Headword (normalized/stripped):
νυκτεροφοιτος
IDX:
71171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71172
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτερό-φοιτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">νυκτίφοιτος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg001:36:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0579.tlg001:36.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 36.6 </a>.</div> </div><br><br>'}