Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίρεμβος
νυκτερίς
νυκτερῖτις
νυκτερόβιος
νυκτεροειδής
νύκτερος
νυκτεροφεγγής
νυκτερόφοιτος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηγρεσία
νυκτηγρετέω
νυκτήγρετον
νυκτῆμαρ
νυκτήμερον
νυκτηρεφής
View word page
νυκτεροφεγγής
νυκτερο-φεγγής, ές,
A). shining by night, μυήνη Man. 3.393 .


ShortDef

shining by night

Debugging

Headword:
νυκτεροφεγγής
Headword (normalized):
νυκτεροφεγγής
Headword (normalized/stripped):
νυκτεροφεγγης
IDX:
71170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71171
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτερο-φεγγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shining by night,</span> <span class="quote greek">μυήνη</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:3:393" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:3.393/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 3.393 </a> .</div> </div><br><br>'}