Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίρεμβος
νυκτερίς
νυκτερῖτις
νυκτερόβιος
νυκτεροειδής
νύκτερος
νυκτεροφεγγής
νυκτερόφοιτος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηγρεσία
νυκτηγρετέω
νυκτήγρετον
νυκτῆμαρ
View word page
νυκτεροειδής
νυκτερ-οειδής,
A). v.l. for νυκτοειδής , S.E. M. 10.184 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτεροειδής
Headword (normalized):
νυκτεροειδής
Headword (normalized/stripped):
νυκτεροειδης
IDX:
71168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71169
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτερ-οειδής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">νυκτοειδής</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:10:184" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:10.184/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 10.184 </a>.</div> </div><br><br>'}