Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίρεμβος
νυκτερίς
νυκτερῖτις
νυκτερόβιος
νυκτεροειδής
νύκτερος
νυκτεροφεγγής
νυκτερόφοιτος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηγρεσία
νυκτηγρετέω
νυκτήγρετον
View word page
νυκτερόβιος
νυκτερ-όβῐος, ον,
A). feeding by night, ζῷα Arist. HA 488a25 .


ShortDef

feeding by night

Debugging

Headword:
νυκτερόβιος
Headword (normalized):
νυκτερόβιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτεροβιος
IDX:
71167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71168
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτερ-όβῐος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">feeding by night,</span> <span class="quote greek">ζῷα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg014:488a:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg014:488a.25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HA</span> 488a25 </a> .</div> </div><br><br>'}