Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίρεμβος
νυκτερίς
νυκτερῖτις
νυκτερόβιος
νυκτεροειδής
νύκτερος
νυκτεροφεγγής
νυκτερόφοιτος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτηγρεσία
νυκτηγρετέω
View word page
νυκτερῖτις
νυκτερ-ῖτις, ιδος, ,
A). = ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ , Ps.- Dsc. 2.178 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτερῖτις
Headword (normalized):
νυκτερῖτις
Headword (normalized/stripped):
νυκτεριτις
IDX:
71166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71167
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτερ-ῖτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.178 </span>.</div> </div><br><br>'}