Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίρεμβος
νυκτερίς
νυκτερῖτις
νυκτερόβιος
νυκτεροειδής
νύκτερος
νυκτεροφεγγής
νυκτερόφοιτος
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
View word page
νυκτερίρεμβος
νυκτερίρεμβος,
A). v. νυκτίρεμβος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτερίρεμβος
Headword (normalized):
νυκτερίρεμβος
Headword (normalized/stripped):
νυκτεριρεμβος
IDX:
71164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71165
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτερίρεμβος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νυκτίρεμβος.</span> </div> </div><br><br>'}