Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκτέπαρχος
νυκτερεία1
νυκτέρεια2
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτέριος
νυκτερίρεμβος
νυκτερίς
νυκτερῖτις
νυκτερόβιος
νυκτεροειδής
νύκτερος
νυκτεροφεγγής
νυκτερόφοιτος
View word page
νυκτερινεία
νυκτερ-ῐνεία, ,
A). office of commander of the night-watch, Supp.Epigr. 4.515.9 (Ephesus, i A. D., written -ήα).


ShortDef

office of commander of the night-watch

Debugging

Headword:
νυκτερινεία
Headword (normalized):
νυκτερινεία
Headword (normalized/stripped):
νυκτερινεια
IDX:
71161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71162
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτερ-ῐνεία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of commander of the night-watch,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Supp.Epigr.</span> 4.515.9 </span> (Ephesus, i A. D., written <span class="foreign greek">-ήα</span>).</div> </div><br><br>'}