Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νυκταιροδύτειρα
νυκταλός
νυκταλωπάω
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτελεῖν
νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία1
νυκτέρεια2
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
View word page
νυκτελεῖν
νυκτελεῖν· ἐν νυκτὶ τελεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυκτελεῖν
Headword (normalized):
νυκτελεῖν
Headword (normalized/stripped):
νυκτελειν
IDX:
71149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71150
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νυκτελεῖν·</span> <span class="foreign greek">ἐν νυκτὶ τελεῖν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}